τάλαιν'

τάλαιν'
τάλαινα , τάλας
suffering
fem nom/voc sg
τάλαιναι , τάλας
suffering
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οιχνώ — οἰχνῶ, έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι 3. προσέρχομαι, πλησιάζω 4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν , ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ολέθριος — α, ο (ΑΝ ὀλέθριος, ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [όλεθρος] αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος β) χαμένος …   Dictionary of Greek

  • υπεκλαμβάνω — Α παίρνω και βγάζω έξω κάτι κρυφά («ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκλαμβάνω «παίρνω κάτι από κάποιον, αρπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”